ερμητικός

ερμητικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διδασκαλία Ερμή τού Τρισμεγίοτου («ερμητικά συγγράμματα»)
2. αυτός που συγκολλήθηκε ύστερα από μετατροπή μετάλλου, ο αδιαπέραστος, ο στεγανός.
επίρρ...
ερμητικώς και -ά
1. αδιαπέραστα, στεγανά
2. κατά την απόκρυψη, ερμητική φιλοσοφία τού Ερμή τού Τρισμεγίστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hermetique < όψιμο λατ. hermeticus < Hermes «Ερμής». Η λέξη προήλθε από τους αλχημιστές, οι οποίοι ανακάλυψαν πρώτοι τη μέθοδο στεγανοποίησης διαφόρων μεταλλικών σκευών και τής έδωσαν αυτή την ονομασία από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, στον οποίο είχαν αφιερώσει και απέδιδαν τα μυστικά τής τέχνης τους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερμητικός — ή, ό επίρρ., ά αδιαπέραστος, στεγανός, κατάκλειστος: Ερμητικό κλείσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερμητικότητα — η [ερμητικός] η ιδιότητα τού εντελώς κλειστού, τού στεγανού, τού φραγμένου, η στεγανότητα …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατάψυχρος — η, ο (AM κατάψυχρος, ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος 2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”