- ερμητικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διδασκαλία Ερμή τού Τρισμεγίοτου («ερμητικά συγγράμματα»)2. αυτός που συγκολλήθηκε ύστερα από μετατροπή μετάλλου, ο αδιαπέραστος, ο στεγανός.επίρρ...ερμητικώς και -ά1. αδιαπέραστα, στεγανά2. κατά την απόκρυψη, ερμητική φιλοσοφία τού Ερμή τού Τρισμεγίστου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hermetique < όψιμο λατ. hermeticus < Hermes «Ερμής». Η λέξη προήλθε από τους αλχημιστές, οι οποίοι ανακάλυψαν πρώτοι τη μέθοδο στεγανοποίησης διαφόρων μεταλλικών σκευών και τής έδωσαν αυτή την ονομασία από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, στον οποίο είχαν αφιερώσει και απέδιδαν τα μυστικά τής τέχνης τους].
Dictionary of Greek. 2013.